- ἐκτραπομένων
- ἐκτρέπωturn out of the courseaor part mid fem gen plἐκτρέπωturn out of the courseaor part mid masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθοδηγός — καθοδηγός, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, οδηγός («εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν») 2. (ειδ.) αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο («τῶν καθοδηγῶν κατ ἄγνοιαν πολὺ ἐκτραπομένων», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδηγός] … Dictionary of Greek